ἐγχέλειον

ἐγχέλειον
ἐγχέλ-ειον, τό, Dim. of ἔγχελυς, in sg., Ar.Fr.318.7, Antiph.222.4: mostly in pl., Pherecr.108.12, Callias Com.3, Posidipp.14;
A

ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043

: but in ll.cc. prob. neut. pl. of ἐγχέλειος (sc. κρέα or τεμάχη); so

τέμαχος ἐγχέλειον Pherecr.45

, cf. Eust. 1231.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐγχέλειον — neut nom/voc/acc sg ἐγχέλειος masc acc sg ἐγχέλειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχελείοις — ἐγχέλειον neut dat pl ἐγχέλειος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχέλεια — ἐγχέλειον neut nom/voc/acc pl ἐγχέλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέλι — (anguilla anguilla). Επιστημονικά ονομάζεται έγχελυς ο κοινός. Τελεόστεος ιχθύς με σώμα κυλινδρικό στην κεντρική και εμπρόσθια ζώνη και πεπλατυσμένο πλευρικά στο ουραίο τμήμα. Έχουν γκρίζο χρώμα στη ράχη και κιτρινωπό στην κοιλιά, παίρνουν όμως… …   Dictionary of Greek

  • τἀγχέλεια — ἐγχέλεια , ἐγχέλειον neut nom/voc/acc pl ἐγχέλεια , ἐγχέλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”